- θυάμα
- και θάμα, τοθαύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. θιάμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζαραλής, Αντώνιος — (Θύαμα Βάλτου ; – 1824). Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στο πλευρό του Γεωργίου Καραϊσκάκη σε πολλές μάχες. Σκοτώθηκε στη μάχη των Αγράφων … Dictionary of Greek
θιάμα — και θυάμα, το βλ. θαύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θάμα με ανάπτυξη ημιφώνου [ι] κατ αναλογία ή ίσως και κατά παρετυμολογική σύνδεση με το θιός*. Ο τ. θυάμα και τα υποτιθέμενα παράγωγα του θυαμάζομαι και θυαμαίνομαι αποτελούν απλώς εσφ. γρφ. τών θιάμα,… … Dictionary of Greek